ἡμιτριταῖος

ἡμιτριταῖος
ἡμι-τρῐταῖος, α, ον,
A half every three days, τρόπος ἡ., of a semi-tertian fever, Hp.Epid.1.2, Gal.17(1).233:

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ημιτριταίος — ἡμιτριταῑος, αία, ον (Α) (για πυρετό) αυτός που επανέρχεται μετά διόμιση μέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τριταίος (< τρίτος)] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιτριταίων — ἡμιτριταῖος half every three days fem gen pl ἡμιτριταῖος half every three days masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιτριταίοις — ἡμιτριταῖος half every three days masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιτριταίου — ἡμιτριταῖος half every three days masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιτριταίους — ἡμιτριταῖος half every three days masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιτριταίῳ — ἡμιτριταῖος half every three days masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημιτριταϊκός — ἡμιτριταϊκός, ή, όν (Α) ημιτριταίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τριταϊκός (< τριταίος)] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιτριταίαν — ἡμιτριταίᾱν , ἡμιτριταῖος half every three days fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”